- πανούργευμα
- πανούργευμαwonderful featsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανούργευμα — τὸ, Α [πανουργεύομαι] 1. πανούργημα*, πανουργία, δόλιο τέχνασμα 2. στον πληθ. τὰ πανουργεύματα (με καλή σημ.) θαυμαστά κατορθώματα … Dictionary of Greek
πανουργευμάτων — πανούργευμα wonderful feats neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργεύμασι — πανούργευμα wonderful feats neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργεύμασιν — πανούργευμα wonderful feats neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργεύματα — πανούργευμα wonderful feats neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργεύματος — πανούργευμα wonderful feats neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)